ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΧΟΡΟΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ
(συνετάχθη στις 30 Μαρτίου 1994 και αναθεωρήθηκε το 2009 το 2013 και το 2014)
Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας απευθύνεται σε όλα τα μέλη της Ένωσης Χοροθεραπευτών Ελλάδας. Αποτελεί βασικό κώδικα αξιών που καθορίζει τη δέσμευση των χοροθεραπευτριών/- τών στη συγκεκριμένη επαγγελματική πρακτική. Είναι ένα πλαίσιο το οποίο καθορίζει τόσο
(α) τη θεραπευτική σχέση, αλλά και τη σχέση με συμμετέχοντες σε ερευνητικά προγράμματα, όσο και
(β) τη σχέση με συναδέλφους (π.χ. εποπτευόμενους) ή άλλους συναδέλφους σε πλαίσια εργασίας, καθώς και
(γ) την αξιοπιστία του επαγγέλματος των χοροθεραπευτριών/ -των, σε σχέση με ηθικά διλήμματα και τρόπους χειρισμού τους. Ο σκοπός του Kώδικα Δεοντολογίας είναι να ορίσει υπεύθυνα πρότυπα για την επαγγελματική συμπεριφορά των χοροθεραπευτριών/- τών. Ο Κώδικας Δεοντολογίας δεσμεύει όλα τα εγγεγραμμένα στο Μητρώο Τακτικά και Αρωγά Μέλη της Ένωσης Χοροθεραπευτών Ελλάδας, τα οποία αποδέχονται και λειτουργούν σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας, για τον οποίο και ενημερώνονται εξ αρχής.
Η καθοδηγητική αρχή αυτού του κώδικα είναι η εξής : Η Χοροθεραπεία πρέπει πάντα να λειτουργεί προς όφελος του πελάτη.
Α. ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
Οι χοροθεραπεύτριες/ – ές:
Α1. Πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς και τους νόμους των χωρών τους.
Α2. Οφείλουν να φροντίζουν για τη συνεχή επαγγελματική τους εκπαίδευση και κατάρτιση για όσο διάστημα ασκούν αυτήν την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Είναι απαραίτητο οι επαγγελματίες να παρακολουθούν τις εξελίξεις στον τομέα της χοροθεραπείας και των άλλων συναφών κλάδων και να συνεργάζονται με αυτούς. Στα πλαίσια της συνεχούς εκπαίδευσης υπάγονται οι εποπτείες, η συμμετοχή σε συνέδρια με ομιλίες ή σεμινάρια, η παρακολούθηση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, οι δημοσιεύσεις άρθρων, η έρευνα κλπ.
Α3. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εποπτεία, ή/και τη συμβουλευτική υποστήριξη, που είναι απαραίτητες για τους εν ενεργεία χοροθεραπευτές.
Α4. Οφείλουν να προσπαθούν να διατηρούν καλές επαγγελματικές σχέσεις με τους συναδέλφους του επαγγελματικού τους χώρου, να αποφεύγουν τις επικρίσεις και σε περιπτώσεις διαφωνιών να επιζητούν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις.
Α5. Οφείλουν να αποδέχονται για θεραπεία, δίνοντας ίσα δικαιώματα, όλα τα άτομα χωρίς διακρίσεις ως προς την κοινωνική τάξη, τις αναπηρίες, την εθνικότητα, το γένος, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλική τους προτίμηση ή άλλου είδους διαφορετικότητα, που δεν έχει σχέση με τη θεραπεία τους. Επειδή ωστόσο, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, τους προσωπικούς και επαγγελματικούς περιορισμούς τους βάσει της εκπαίδευσής τους, αλλά και των δικών τους πεποιθήσεων και της δικής τους ιστορίας, κάποιες φορές ενδείκνυται η παραπομπή ενός περιστατικού. Δηλαδή στην περίπτωση , που ο ίδιος ο θεραπευτής κρίνει πως δε θα μπορούσε να είναι όσο το δυνατόν βοηθητικός για τον πελάτη.
Α6. Οφείλουν να χρησιμοποιούν τίτλους σπουδών που ανταποκρίνονται στα πραγματικά επαγγελματικά τους προσόντα.
Β. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Οι χοροθεραπεύτριες/ – τές:
Β1. Οφείλουν να ενημερώνουν από την αρχή τους πελάτες για το συμβόλαιο πελάτη –θεραπευτή. Το συμβόλαιο αυτό περιέχει τη συμφωνία του πελάτη με τον θεραπευτή σχετικά με τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριών, τις συμφωνίες για τις διακοπές, τις απουσίες, την αξία των συνεδριών, καθώς και τον τρόπο πληρωμής, τον τρόπο και τον χρόνο ολοκλήρωσης της θεραπείας, όπως και πληροφορίες σχετικές με τη φύση και τις τεχνικές της χοροθεραπείας.
Β2. Η διακοπή /παύση της θεραπευτικής διαδικασίας αποτελεί αναμφισβήτητο δικαίωμα του θεραπευόμενου. Ωστόσο, είναι πάντα χρήσιμο και βοηθητικό να ενημερώνει για το θέμα αυτό, ώστε να υπάρχει χρόνος αποχαιρετισμού με τον θεραπευτή και /ή την ομάδα, στην οποία συμμετέχει.
Β3. Κρίνεται σκόπιμο να προτείνουν τη διακοπή της θεραπευτικής διαδικασίας στις περιπτώσεις εκείνες, που θεωρούν ότι ο πελάτης δεν ωφελείται από αυτήν. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να ενημερώσουν έγκαιρα τον πελάτη και ταυτόχρονα να του παρέχουν πληροφορίες για τη δυνατότητα άλλων θεραπευτικών προσεγγίσεων και /ή θεραπευτικών πλαισίων που θα τον ωφελήσουν.
Β4. Στην περίπτωση που ο πελάτης ακολουθεί και άλλο είδος θεραπείας (π.χ. λεκτική ψυχοθεραπεία) συνιστάται η συνεργασία μεταξύ των θεραπευτών, προς όφελος του πελάτη. Σε αυτήν την περίπτωση ο πελάτης πρέπει να είναι ενήμερος εξ αρχής για τη συνεργασία, ώστε να αποφεύγονται παρανοήσεις και συγκρούσεις στη θεραπευτική διαδικασία. Σημειώνεται επίσης πως όταν κάποιος πελάτης ζητά τις υπηρεσίες κάποιου χοροθεραπευτή, ενώ ήδη δέχεται τις υπηρεσίες ενός άλλου σχετικού επιστήμονα, (ο χοροθεραπευτής) εξετάζει προσεκτικά την κατάσταση και τους λόγους που οδήγησαν τον πελάτη να απευθυνθεί για πρόσθετη βοήθεια και έρχεται σε συνεννόηση με τον αρχικό επιστήμονα, ώστε να αποφευχθούν συγχύσεις ή συγκρούσεις με τον πελάτη ή τον συνάδελφο.
Γ. ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ – ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ
Οι χοροθεραπεύτριες/- τές:
Γ1. Δεν πρέπει να εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη, που τους δείχνουν οι πελάτες τους και την εξαρτητικού τύπου συμπεριφορά που ορισμένες φορές μπορεί να έχουν από αυτούς. Τα όρια της θεραπευτικής σχέσης – όπως καθορίζονται από τον παρόντα κώδικα και το θεραπευτικό συμβόλαιο – πρέπει να είναι πάντα σεβαστά.
Γ2. Δεν πρέπει να υποβάλλουν τους πελάτες σε συναισθηματική ή οικονομική εκμετάλλευση.
Γ3. Πρέπει να έχουν επίγνωση των δυσκολιών που θα μπορούσαν να προκύψουν εντός των συνεδριών ή στη θεραπευτική σχέση –εν γένει -με τον πελάτη, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες συνεδρίες μπορεί να εμπεριέξουν και απτική ή σωματική επαφή, τόσο μεταξύ των μελών μίας ομάδας, όσο και μεταξύ θεραπευτή θεραπευόμενου. Στην τελευταία περίπτωση χρειάζεται ίσως να υπάρξει μία νοηματοδότηση στην επαφή αυτή, ειδικά αν ο θεραπευόμενος φαίνεται π.χ. να προβάλει, να προσδοκά ή να αναζητά και άλλου τύπου σχέσεις ή συμπεριφορές μέσω της σωματικής επαφής. Σε κάθε περίπτωση ο θεραπευτής χρειάζεται να είναι πολύ προσεκτικός που και πότε προσφέρει την επαφή και να είναι σίγουρος για τη θεραπευτική της πρόθεση.
Γ4. Πρέπει επίσης να είναι σαφές ότι οι φιλικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις με τους πελάτες, ή οποιεσδήποτε άλλες επαγγελματικές συναλλαγές, πλην της αρχικώς καθορισμένης θεραπευτικής σχέσης του θεραπευτή με τον θεραπευόμενο, επηρεάζουν τη θεραπεία και συγχέουν τα όρια στη χοροθεραπευτική διαδικασία, οπότε χρειάζεται να αποφεύγονται.
Γ5. Δεν πρέπει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος (τόσο της πυρηνικής, όσο και της διευρυμένης οικογένειάς τους), σε επαγγελματικούς συνεργάτες, φίλους, φοιτητές ή υφισταμένους τους, καθώς και σε άτομα με τα οποία είχαν ή διατηρούν ερωτικές σχέσεις. Οι ερωτικές, επαγγελματικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ χοροθεραπευτριών/των –θεραπευόμενου απαγορεύονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά και για δύο χρόνια μετά τη λήξη της. Συνιστάται δε να αποφεύγονται γενικά και πέραν του ορίου των δύο ετών, με εξαίρεση ίσως τα μέλη της Ένωσης Χοροθεραπευτών Ελλάδας που ενδεχομένως να ασχοληθούν στο μέλλον με ένα κοινό ερευνητικό, εθελοντικό, εκπαιδευτικό ή επαγγελματικό θέμα της Ένωσης ή του τομέα της χοροθεραπείας (π.χ. κοινή παρουσία στη Γενική Συνέλευση, λήψη αποφάσεων, συμμετοχές σε συνέδρια, εκδόσεις κ.λ.π.). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο, το μέλος που έχει υπάρξει θεραπευτής ή επόπτης για άλλα μέλη χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στη στάση και τη θέση του, όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τέως θεραπευόμενους ή εποπτευόμενους. Ουδέποτε αποκαλύπτει την πρότερη θεραπευτική / επαγγελματική τους σχέση (μη αποκάλυψη της ταυτότητας του θεραπευόμενου /πελάτη) και φέρει πρώτιστη ευθύνη για την προσεκτική έκθεση κοινωνικών πτυχών, δεξιοτήτων και πληροφοριών της προσωπικής του ζωής, μιας και αυτά τα στοιχεία μπορεί να εξακολουθούν να επηρεάζουν την εικόνα του θεραπευόμενου/εποπτευόμενου για τον θεραπευτή/επόπτη και τη συνεργασία τους.
Γ6. Ευθύνονται για το ασφαλές πλαίσιο των θεραπευτικών συνεδριών, δηλαδή για την τήρηση του θεραπευτικού συμβολαίου και τη διασφάλιση ενός προστατευμένου και κατάλληλα διαμορφωμένου περιβάλλοντος, όπου λαμβάνουν χώρα οι συνεδρίες τους.
Δ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Οι χοροθεραπεύτριες/ – τές:
Δ1. Έχουν ηθική υποχρέωση απέναντι στον πελάτη τους να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητά του ή στοιχεία αυτής και να τηρούν πλήρη εχεμύθεια για οτιδήποτε περιέρχεται σε γνώση τους σε σχέση με την ιδιωτική ζωή και τις πράξεις του πελάτη τους, έστω και αν δεν τους το έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο πελάτης, ακόμη και μετά το πέρας της θεραπευτικής διαδικασίας. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τα υποκείμενα έρευνας ή/και για συγγράμματα, όταν χρησιμοποιηθεί υλικό περιπτώσεων, των οποίων η ανωνυμία πρέπει να κατοχυρώνεται. Μόνο σε περιπτώσεις όπου ο θεραπευτής θεωρεί ότι ενέχεται κίνδυνος της σωματικής ακεραιότητας του θεραπευόμενου ή κίνδυνος από τον θεραπευόμενο προς άλλο άτομο έχει το δικαίωμα να άρει το απόρρητο (π.χ. να ενημερώσει τους νομικά υπεύθυνους ή ενδεχομένως τους οικείους του).
Δ2. Δεν πρέπει να συζητούν περιπτώσεις πελατών τους σε κύκλους εξωεπαγγελματικούς ή μη συγγενών επαγγελμάτων.
Δ3. Δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν για ιδιοτελείς σκοπούς πληροφορίες, τις οποίες έτυχε να αντλήσουν από τον πελάτη τους.
Δ4. Δεν έχουν δικαίωμα να προβαίνουν σε μαγνητοφώνηση, κινηματογραφική λήψη ή φωτογράφηση των συνεδριών χωρίς τη συναίνεση του πελάτη τους ή των υποκειμένων της έρευνας. Εφόσον έχουν την συναίνεσή τους, οι θεραπευτές οφείλουν να ενημερώνουν τους θεραπευόμενους, που, πότε, για ποιο σκοπό και με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί αυτό το υλικό.
Δ5. Δεν επιτρέπεται να παρουσιασθούν ως μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας του πελάτη τους.
Ε. ΕΡΕΥΝΑ
Οι χοροθεραπεύτριες/ – τές:
Ε1. Κατά τη διεξαγωγή ερευνών, πληροφορούν τους συμμετέχοντες για τις πτυχές της έρευνας που πιθανώς να επηρέαζαν τη θέληση τους να συμμετέχουν σε αυτήν. Σε περιπτώσεις παιδιών ή ατόμων που αδυνατούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, πρέπει να ζητείται η συγκατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου τους (π.χ. κηδεμόνα, γονιού, δικαστικού συμπαραστάτη κ.λ.π.).
Ε2. Αναγνωρίζουν το δικαίωμα στα συμμετέχοντα υποκείμενα σε μια έρευνα να αποσυρθούν από αυτή, οποιαδήποτε στιγμή.
Ε3. Κατά τη διεξαγωγή ερευνών προσπαθούν να αποφεύγουν υπέρμετρη καταπόνηση, συγκίνηση ή ταλαιπωρία των εξεταζομένων, σωματική ή ψυχική, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανηλίκους. Ακόμη, εξετάζουν προσεχτικά την πιθανότητα μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων συνεπειών στα υποκείμενα που μετέχουν στην έρευνα κι έχουν την ευθύνη να τις επισημάνουν και να αφαιρέσουν ότι κρίνουν σκόπιμο, τροποποιώντας πιθανώς το πειραματικό σχέδιο, όσο αυτό είναι δυνατόν.
ΣΤ. ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ
Οι δημόσιες δηλώσεις ή ανακοινώσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και σε βιβλία και περιοδικά έχουν στόχο την προώθηση της γνώσης γύρω από το αντικείμενο της χοροθεραπείας και την αποσαφήνιση του ρόλου της χοροθεραπείας στο ευρύτερο πλαίσιο των θεραπειών. Στις περιπτώσεις των δημόσιων εμφανίσεων ή ανακοινώσεων θα πρέπει να αποφεύγεται η προσωπική προβολή του ατόμου. Η έμφαση πρέπει να δίνεται στη γενικότερη προώθηση των στόχων της χοροθεραπείας και στην ακριβή ενημέρωση, η οποία διασφαλίζει τα υψηλά κριτήρια του κλάδου. Οι χοροθεραπεύτριες/- τές έχουν προσωπική ευθύνη για τις προφορικές ή γραπτές δηλώσεις και ανακοινώσεις τους στον τύπο. Οφείλουν δε να αποφεύγουν περιστατικά διαστρέβλωσης ή κακής χρήσης των πληροφοριών τις οποίες παρέχουν.
Ζ. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΟΥ
Είναι δεοντολογικά και επαγγελματικά ορθό οι χοροθεραπεύτριες/ – τές να κρατάνε σημειώσεις/ αναφορές/ημερολόγιο πάνω στην κλινική εργασία τους. Συνιστάται επίσης, να διατηρούν το αρχείο τους σχετικά με τη θεραπευτική διαδικασία τουλάχιστον για επτά χρόνια από τη λήξη της θεραπείας. Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις τα στοιχεία της θεραπευτικής πρακτικής πρέπει να φυλάσσονται με ασφάλεια και ενδεχομένως κωδικοποιημένα -όσον αφορά τουλάχιστον στα στοιχεία ταυτότητας του πελάτη- με στόχο τη διασφάλιση του απορρήτου.
Η. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Τα μέλη που έχουν αμφιβολίες ή δυσκολίες σχετικά με θέματα, που άπτονται της δεοντολογίας ή της άσκησης επαγγέλματος, ή που αντιμετωπίζουν προβλήματα στα πλαίσια/φορείς εργασίας τους λόγω πρακτικών αντίθετων με όσα καταγράφει ο παρών κώδικας, μπορούν να έρθουν σε επαφή με την Επιτροπή Δεοντολογίας. Σε περίπτωση που κάποιο μέλος απειληθεί με νομική δίωξη παρακαλείται να ενημερώσει αμέσως την Επιτροπή Δεοντολογίας και τον/την Πρόεδρο της Ένωσης Χοροθεραπευτών Ελλάδας. Σε περίπτωση καταγγελίας ή δεοντολογικού θέματος, που αφορά στα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας, αρμόδιο είναι το Δ.Σ. της Ένωσης Χοροθεραπευτών Ελλάδας. Η Επιτροπή Δεοντολογίας έχει το δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε στοιχεία θεωρεί απαραίτητα για τη διερεύνηση παραπόνων ή καταγγελιών, τόσο από το άτομο που προβαίνει σε καταγγελία, όσο και από το άτομο που κατηγορείται. Η Επιτροπή θα ενημερώνει σχετικά το Δ.Σ. και θα προωθεί τη σχετική γνωμοδότηση της στο Δ.Σ. και κατόπιν στα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να προτείνει λύσεις και μέτρα για την αποκατάσταση της δεοντολογίας. Το Δ.Σ. βάσει της γνωμοδότησης της Επιτροπής θα προχωρεί σε αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων των πειθαρχικών), όπως η σύσταση, η αίτηση εποπτείας, η αναστολή εγγραφής ή η διαγραφή μέλους.